πεττεύω

πεττεύω
Α
βλ. πεσσεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεττεύω — πεσσεύω play at draughts pres subj act 1st sg (attic) πεσσεύω play at draughts pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεττεύω — (Α) [πεττεύω] φρ. «διαπεττεύω τήν ελπίδα πρός τινα» δοκιμάζω την τύχη μου σαν να τήν παίζω στα ζάρια με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • παραπέτευμα — το, Μ σύμβολο που δινόταν για λήψη σίτου εν καιρώ διανομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. parapeteuma, atis (< παρ[α] * + πεττεύω < πεσσός / πεττός)] …   Dictionary of Greek

  • πεσσεύω — και πεττεύω Α [πεσσός] 1. παίζω πεσσούς 2. (για την τύχη) ρυθμίζω τη ζωή τών ανθρώπων σαν να είναι τυχερό παιχνίδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”